Νομίζω ότι το μεγαλύτερο έγκλημα που έγινε σ’ αυτόν τον τόπο τα τελευταία χρόνια είναι η αγροτική πολιτική που εφαρμόστηκε.
Μια πολιτική που θέλησε σε μια κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα, όπως η Ελλάδα, να μην υπάχουν αγρότες.
Αυτό έγινε μεθοδικά και σταθερά εδώ και τριάντα χρόνια. Απόκοψαν τους αγρότες από τη γη τους, με μια πολιτική που απαξίωνε τη δουλειά τους.
Ό,τι επί αιώνες ήταν γι’ αυτούς ιερό, κατάντησε να το περιφρονούν.
Πού να φανταστούν οι πρόγονοι των σημερινών αγροτών, οι κολλίγοι της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που πριν από έναν αιώνα μάτωναν για να αποκτήσουνε ένα κομάτι γης δικό τους, ότι τα εγγόνια τους θα άφηναν αυτό το κομμάτι γης να ρημάζει, για να πάρουν επιδότηση.
Επιδότηση, αυτή η καταραμένη λέξη. Επί χρόνια δεν άκουγες τίποτα άλλο, από τα χείλη των αγροτών, παρά μόνο αυτή τη λέξη.
Ό,τι πιο παράλογο μπορούσε να συμβεί, έγινε πραγματικότητα. Είπαν ξαφνικά στους αγρότες, “δεν θα καλλιεργείτε τα χωράφια σας” ή, ακόμα χειρότερα, “θα πετάτε τους καρπούς σας, για να παίρνετε επιδότηση”.
Τότε αυτό τους φάνηκε εύκολο και καλό. Θα γλίτωναν από τον κόπο, τη σκληρή δουλειά, θα κάθονταν στα καφενεία και θα πληρώνονταν κιόλας.
Έτσι σιγά – σιγά, πεθαίνοντας οι παππούδες, οι παλιοί αγρότες, οι νέοι δεν έμαθαν να δουλεύουν τη γη τους.
Και πού να μάθουν; Στις καφετέριες της Λάρισας, των Σερρών, των Τρικάλων ή της Δράμας;
Κι αν καλλιεργούνται τα χωράφια, αυτό το κάνουν οι Αλβανοί που, σιγά σιγά, τα αγοράζουν κιόλας.
Όλοι έχουμε ακούσει την έκφραση στα καφενεία των χωριών: “Θέλω αύριο δέκα Αλβανούς για το κτήμα”, που σημαίνει ότι οι Αλβανοί θα σηκωθούν να πάνε το πρωί στο χωράφι και τα παιδιά των ιδιοκτητών θα κοιμούνται ή θα παριστάνουν τους σπουδαστές σε κάποιο ΤΕΙ, το οποίο δεν θα τελειώσουν ποτέ, ή κι αν το τελειώσουν, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα βρουν ποτέ δουλειά πάνω στο αντικείμενο που σπούδασαν.
Θα μου πείτε είμαι αντίθετη στο να μορφώνονται τα παιδιά των αγροτών; Όχι, καθόλου, ίσα ίσα μακάρι να είχαμε μορφωμένους αγρότες – καλλιεργητές.
Αλλά δεν είναι δυνατόν όλοι να γίνουν επιστήμονες. Και στη δική μου γενιά, είχα συμμαθητές, αγροτόπαιδα, πανέξυπνα παιδιά, ικανά, που μπήκαν στα Πανεπιστήμια και διέπρεψαν. Δεν ήταν, όμως, όλα. Ήταν αυτά που πραγματικά άξιζαν.
Δε λέω, με την πολιτική αυτή των επιδοτήσεων έπεσε πολύ χρήμα στην Ύπαιθρο. Άλλαξε πρόσωπο.
Τα χωριά γέμισαν ωραία σπίτια, μεγάλα πολυτελή αυτοκίνητα, σκυλάδικα και Σούπερ Μάρκετ.
Αλίμονο, ποιός δεν θέλει την πρόοδο; Μόνο που αυτή η πρόοδος είχε σάπιες ρίζες ή δεν είχε καθόλου ρίζες και τώρα κινδυνεύει να σωριαστεί, σωριάζεται σαν άδειο σακί σε χέρσο χωράφι.
Θα μου πείτε, προτιμούσες να δουλεύουν οι αγρότες νύχτα μέρα σε δύσκολες συνθήκες, να τους παίρνουν τα προϊόντα τους για ένα κομμάτι ψωμί, να είναι συνέχεια χρεωμένοι στις τράπεζες και προκοπή να μην έχουν;
Όχι, θα ήθελα να υπήρχε μια αγροτική πολιτική που θα τους αντάμειβε για τον κόπο τους και θα μπορούσαν να ζουν με αξιοπρέπεια απ’ αυτόν.
Δεν είναι δυνατόν, ωραιότατα σταροχώραφα της πατρίδας μου, της Θεσσαλίας, να μην σπέρνονται με σιτάρι, αλλά να τα σπέρνουν με ακακίες για να παίρνουν επιδότηση κι εμείς να εισάγουμε σιτάρι από αλλού.
Τί είδους πολιτική είναι αυτή; Εγώ ξέρω ότι όταν σου λείπει κάτι, φροντίζεις να το καλλιεργείς για να το έχεις σε επάρκεια.
Τώρα τρέχουν με άλλα προγράμματα να δημιουργήσουν νέους αγρότες.
Φοβάμαι, όμως, ότι η αλυσίδα έσπασε. Φοβάμαι ότι είναι δύσκολο για τα νέα παιδιά να ξαναγυρίσουν στη γη των πατεράδων τους και των παππούδων τους.
Μακάρι να μην βγω αληθινή. Γιατί η γη και η φύση εκδικούνται όταν τις περιφρονείς, όταν δεν τις σέβεσαι.
Και τίποτα δεν είναι φοβερότερο από τη θυμωμένη φύση.