Η Ιστορία της Ελληνικής τσόντας
Κορίτσια και άλογα, γοργόνες, βλάχοι και τραβεστί, όλοι μαζί στη σαγηνευτική εποποιία του ελληνικού πορνό
Η Απαρχή
Ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (η πρώτη Ελληνική ταινία με γυμνό ήταν η «Δάφνις και Χλόη» του Ορέστη Λάσκου, το 1931), με ένα μικρό αριθμό ταινιών μέχρι το 1940 (35 κατά προσέγγιση). Η άνθησή του άρχισε μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, με 4-7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950 και σταδιακά η παραγωγή αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το 1960. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας μέχρι τις 97 ταινίες το χρόνο (με μέσο όρο 80 ταινίες ανά έτος). Εκεί, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και ενώ ο εγχώριος κινηματογράφος ποιοτικά πνέει τα λοίσθια υπό την παντοκρατορία της Φίνος φιλμς, εγείρεται αργά και σταθερά η ελληνική βιομηχανία πορνό. Η νέα αυτή βιομηχανία ταινιών απομυζώντας από την προϋπάρχουσα τους πρώτους «ηθοποιούς» της καθώς και μια ολόκληρη συντεχνία από τεχνικούς, σεναριογράφους, παραγωγούς και σκηνοθέτες που χρειάζονταν ώστε να πλαισιώσουν το ρηξικέλευθο, για τα δεδομένα της εποχής, εγχείρημα, αποτέλεσε την απαρχή ενός είδους που θα ήκμαζε για περίπου δύο δεκαετίες. Και όλα αυτά σε μία Ελλάδα με νωπές τις μνήμες από την τότε πρόσφατη χούντα των Συνταγματαρχών και με μία εμφανέστατη αδυναμία να ακολουθήσει την νοοτροπία των άλλων νεόπλουτων, ευρωπαϊκών κρατών, προσπαθώντας, ωστόσο, να γεμίσει τα παιδιά της με φαντασιώσεις επίπλαστου πλούτου και στην περίπτωση μας, επίπλαστου ερωτισμού.
Οι Αίθουσες
Τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1970, το θεματικό περιεχόμενο των περισσότερων λαϊκών κινηματογράφων της εποχής περιστρεφόταν γύρω από γουέστερν, πολεμικά και λοιπής θεματολογίας φιλμ, ενώ κάνανε την εμφάνιση τους και οι πρώτες αίθουσες κινηματογράφου που θα φιλοξενούσαν «αισθησιακές» ταινίες της εκκολαπτόμενης τότε ελληνικής βιομηχανίας πορνό. Οι αίθουσες αυτές, σύμφωνα με τον Γιώργο Λαζαρίδη στο βιβλίο του «Φλας Μπακ: Μία ζωή σινεμά» αποτελούσαν «Στέκια της περιθωριακής αλητείας, των φανατικών χασομέρηδων, πρόχειρη λύση των άστεγων περαστικών, φροντιστήρια μαγκιάς στα προαλειφόμενα «σκληρά αντράκια», προσφιλές καταφύγιο των κοπανατζήδων όλων των γυμνασίων της Αθήνας». Προσωπικά, θα ήθελα να γνωρίσω και τον τελευταίο από δαύτους τους παρίες παρά την εμετική απαξίωση και τον ηθικό πανικό του κ. Λαζαρίδη. Αυτός ήταν ο «Λαός της τσόντας» όπως είχε αναφωνήσει ο βετεράνος του είδους, Κώστας Γκουσγκούνης, σε παλαιότερο φεστιβάλ cult ελληνικού κινηματογράφου, απευθυνόμενος στο κοινό το οποίο τον αποθέωνε. Ο όρος τσόντα (Αξιοπερίεργη και εντελώς τυχαία είναι η ετυμολογική σχέση της λέξης “Χούντας” με τη λέξη “τσόντα” (παρ: τσοντάρω, τσοντάρισμα). Προέρχονται και οι δύο από το λατινικό ρήμα iungere (= ενώνω, συνδέω) > ιταλ.: giunta > ισπ.: iunta.) χρησιμοποιήθηκε, γιατί οι πρώτες πορνογραφικές σκηνές παρουσιάστηκαν εμβόλιμες σε φιλμ με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο.
Η Μέθοδος
Στα πρώτα βήματα του πορνό στην Ελλάδα, θα πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν του και την πολιτική κατάσταση: χούντα και σκληρή λογοκρισία, κατά συνέπεια τέτοιου είδους πρακτικές αποτελούσαν μονόδρομο. Δηλαδή, ο μηχανικός προβολής, όποτε έκρινε ότι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο από τις εφόδους της αστυνομίας, σύναπτε (μοντάριζε) δύο-τρία λεπτά πορνογραφικής ταινίας (οι πρώτες εμβόλιμες σκηνές σεξ προβλήθηκαν στον κινηματογράφο «Εύα», ένα λαϊκό σινεμά στην περιοχή του Αγίου Αρτεμίου, στο Παγκράτι). Οι κύριοι λόγοι της τόσο γρήγορης διάδοσης της πρακτικής των εμβόλιμων σκηνών ήταν αφενός οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των οικοπέδων στα αστικά κέντρα και αφετέρου η διάδοση αρχικά της τηλεόρασης και στη συνέχεια του βίντεο, τα οποία οδήγησαν δεκάδες αιθουσάρχες σε απόγνωση. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, άρχισαν να διανθίζουν τις προβολές τους με όλο και περισσότερες αισθησιακές σκηνές. Τα εμβόλιμα αυτά τρίλεπτα ολοένα και αυξάνονταν ώσπου η προσθήκη (η τσόντα) αντικατέστησε την κύρια ταινία και εγένετο ελληνική τσόντα. Επίσης, εκείνη τη χρονική περίοδο, ο εμπορικός κινηματογράφος υποχωρεί ακόμα περισσότερο μπροστά στην πίεση του ανταγωνισμού της τηλεόρασης. Οι ελάχιστες απόπειρες από το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο καταλήγουν συνήθως χωρίς οικονομική επιτυχία, και σταδιακά το πορνό φθάνει να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της πίτας στην παραγωγή, αλλά και στις εισπράξεις.
Η Πρώτη Φάση (soft porn)
Η πρώτη φάση του ελληνικού πορνό ήταν το λεγόμενο «μαλακό» πορνό (soft porn), με τον Όμηρο Ευστρατιάδη ως κύριο εκφραστή και σκηνοθέτη και με πρωταγωνιστές γνωστούς σήμερα ηθοποιούς όπως η Άννα Φόνσου («Το κορίτσι και το άλογο»),η Κάτια Δανδουλάκη («Λεσβιακός Αύγουστος»), η Ελένη Ανουσάκη («Διαμάντια στο γυμνό κορμί σου»), η Ελένη Ντάνου (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Μιμής Ντενίση, όπου πρωταγωνιστεί και γράφει το σενάριο της ταινίας «Μικαέλα, ο γλυκός πειρασμός»), ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Νίκος Γαλανός («Ερωτισμός και Πάθος»), η Τίνα Σπάθη (η Τίνα Σπάθη είναι διαφορετικό πρόσωπο από την Κατερίνα Σπάθη που έκανε σκληρό πορνό), Γκιζέλα Ντάλι («Ο Κύκλος της Ανωμαλίας»), η Κατιάνα Μπαλανίκα και αρκετούς άλλους γνωστούς συντελεστές, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, χαρακτήρα cult. Ερωτικές σκηνές στα όρια της κωμωδίας, ερμηνείες τάχα δραματικές, ανούσιες σκηνές δράσης και αγγλική προφορά που σπάει κόκαλα είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά αυτών των κινηματογραφικών «διαμαντιών». Ωστόσο, ο Ευστρατιάδης, που γύρισε περί τις 17 τέτοιες ταινίες, έφερε κάποτε στην Ελλάδα και τον Ούντο Κίερ, πρωταγωνιστή του Dario Argento στο Suspiria, που συμμετείχε στην «Πρόκληση» και στους «Ερωτομανείς» (1971). Αναφερόμενος πάντως στις ταινίες στις οποίες φημολογείται ότι διάσημες Ελληνίδες ηθοποιοί είχαν κάνει σκληρό πορνό, ο γνωστός σκηνοθέτης υποστήριξε ότι οι ξένοι που αγόραζαν αυτές τις ταινίες προς τέρψιν των ομογενών του εξωτερικού, «κολλούσαν τα γεννητικά όργανα μιας φερ' ειπείν Γερμανίδας στη δική μου πρωταγωνίστρια» και την μετέτρεπαν από soft πορνό σε σκληρό. Όσο πιο διάσημη η πρωταγωνίστρια, τόσο μεγαλύτερη η επιθυμία του κοινού να την δει γυμνή.
Η Δεύτερη Φάση – Η Ακμή (hardcore porn)
Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε αρκετούς γνωστούς Έλληνες σκηνοθέτες, που παλιότερα γύριζαν οικογενειακές ταινίες της εποχής, ή εκκολαπτόμενους, νέους, άγνωστους τότε σκηνοθέτες να καταπιαστούν με την πραγματοποίηση αισθησιακών ταινιών και μάλιστα πρωτοστάτησαν στο είδος (συνήθως με ψευδώνυμα όπως πχ. ο Στράτος Μαρκίδης ως Θανάσης Μιχαηλίδης). Πάντως, η ελληνική τσόντα, όπως την ξέρουμε σήμερα, άνθησε κατά κύριο λόγο στη δεκαετία του 1980 όπου μεγαλούργησε ο Μεγάλος Berto (πρώτη ταινία που γύρισε το 1984 ήταν «Οι βλάχοι επιμένουν ελληνικά!»). Τον συναντάμε για πρώτη φορά στο ερωτικό cinema ως Αθανάσιο Κασπίρη, αργότερα γνωστός σε όλους ως Νάσος Σπυρής ή Berto (εκ του Μπερτολούτσι της τσόντας), να φιλοξενεί στο θέατρο του «Ελίτ» επί της Πειραιώς την αναβληθείσα, κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης, παράσταση του Όμηρου Ευστρατιάδη, Ο Γκουσγκούνης και η φυλή των χαμένων Αμαζόνων. Αν και η αλήθεια είναι πως μεταφέρω την παραπάνω πληροφορία περί ιδιοκτησίας του θεάτρου Ελίτ από το Νάσο Σπύρη με κάποια επιφύλαξη. Ο Μεγάλος Berto ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε τις περισσότερες ελληνικές ταινίες πορνό από κάθε άλλον αναλαμβάνοντας ολομόναχος και την παραγωγή και τη σκηνοθεσία. Αναφέρω μερικές ενδεικτικά: «Από πίσω… με αγάπη και πιο μαλακά! (1983)» , «Ο Καβαλάρης των Μανεκέν» (1986), «Οι πανκς τα κάνουν όλα» (1985), «Τον Ήθελε Πολύ όλο και πιο Μέσα» (1986), Ο Νταβατζής της Ομόνοιας (1984) και άλλες πολλές με εξίσου ευφάνταστους τίτλους. Οι συγκεκριμένες παραγωγές γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία και στην αγορά του εξωτερικού, με την επιτυχία αυτή να οφείλεται, πέραν του κάλους των πρωταγωνιστών, και στην ποικιλία των εικόνων που προσέφεραν οι αισθησιακές σκηνές με φόντο τα ελληνικά νησιά, τις ελληνικές θάλασσες και βουνά.
Οι «Πρωταγωνιστές»
Από αυτή την εγχώρια παραγωγή αισθησιακών ταινιών θα αναδειχθεί, όπως ήταν φυσικό, και ένα εγχώριο «star system» με γνωστότερους πρωταγωνιστές μεταξύ άλλων τον Κώστα Γκουσγκούνη (η μοναδική ταινία σκληρού πορνό που συμμετείχε ήταν «Ο ηδονοβλεψίας» ενώ στην αισθησιακή ταινία του 1971 «Σεξ… 13 μποφόρ» είχε ως συμπρωταγωνιστή τον Λυκούργο Καλλέργη, πρωταγωνιστή του Θεάτρου Τέχνης και σεβάσµια τότε συνδικαλιστική και πολιτική φιγούρα, όντας μάλιστα και βουλευτής του ΚΚΕ για μεγάλο διάστημα), τον Νότη Πιτσιλό (αυτοπεριοριζόταν σε ρόλους ηδονοβλεψία, σχολιάζοντας με χιούμορ τα δρώμενα, παίρνει για πρώτη και μοναδική φορά μέρος σ' αυτά στην ταινία «Διακοπές στην Ύδρα»), τον Τέλη Σταλόνε («Ο κύριος καθηγητής» και πολλές άλλες), τον Κώστα Μπόκολη (άγνωστο αν αυτό είναι το κανονικό του όνομα ή το καλλιτεχνικό, ο οποίος εμφανίστηκε μόνο σε μια ταινία, στην «Ποιος θα πηδήξει τη γοργόνα;»), τον Παύλο Καρανικόλα («Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει»), τον Κώστα Σαμαρά («Αληθινή ηδονή» με το ορθογραφικό λάθος πάνω στην αρχική κόπια όπου το Ηδονή ήταν γραμμένο Ηδονύ και με τις 2 απίστευτες σκηνές σεξ μέσα σε φέρετρο με το Κώστα Σαμαρά να φέρει μπέρτα αλά Dracula), τον Τζίμι Μπελαρίκε (ο γνωστός έγχρωμος πρωταγωνιστής προερχόμενος από τις ΗΠΑ), την Κατερίνα Σπάθη («Σκύψε ευλογημένη», «Ανώμαλοι Έρωτες στη Σαντορίνη» κ.α.), τη Μόνικα Δημητρίου (με συμμετοχές σε 27 ταινίες πορνό), την Ίριδα Λουλούδη («Το Παλαμάρι του Βαρκάρη») και δίπλα σε όλους αυτούς, αλλοδαπές στην πλειονότητά τους, άγνωστες «ηθοποιοί», οι οποίες, κατά ομολογία παραγωγών και σκηνοθετών της εποχής, «αλιεύονταν» από την Πλάκα ή το Μοναστηράκι και έναντι μίας καλής για την εποχή αμοιβής, έπαιζαν σε ταινίες που, θεωρητικά, δεν θα εμφανίζονταν ποτέ στις χώρες τους. Άλλες φυσιογνωμίες που ξεχώρισαν εξαιτίας του γεγονότος πως διαφοροποιούνταν από τους υπόλοιπους συμπρωταγωνιστές τους ήταν οι τραβεστί Αλόμα («Οι Βλάχοι Προτιμούν Τραβεστί») και Άντζελα Γιάννου («Ο Μανωλιός ο μπήχτης») και ο πρώτος (και κατά πάσα πιθανότητα τελευταίος) ομοφυλόφιλος αστέρας του είδους, ο Ζώρζ Τσαπέλας (το προφανώς ψεύτικο επίθετο παρέπεμπε στη γνωστή ποικιλία σύκων: «τσαπέλες»), ο οποίος παρά τις ελάχιστες «σκληρές» σκηνές που γύρισε (συνήθως ήταν αντικείμενο χλευασμού στις ταινίες αυτές – τα πράγματα δυστυχώς ήταν πολύ διαφορετικά στα 80's), το διαφορετικό orientation του, τον έκανε αρκετά δημοφιλή.
Το κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις παραγωγές, πέραν του προφανούς, ήταν το διάχυτο, χιουμοριστικό στοιχείο. Το γνωστό χυδαίο χιούμορ πλημμύριζε ηχητικά όλες τις σκηνές με τα πάμπολλα αυτά τσιτάτα και ατάκες να έχουν περάσει πια αβίαστα στην ελληνική, αντρική φρασεολογία. Οι ντουμπλαρισμένες φωνές, τα «υπέροχα», πρόστυχα δίστιχα που σκαρφιζόταν ο εκάστοτε παραγωγός στα τρέιλερ, οι «ευφάνταστοι» τίτλοι με τα «πιπεράτα» λογοπαίγνια, οι τραγικές, με τη μεταφορική έννοια, ερμηνείες και το σχεδόν σουρεαλιστικό σενάριο των αισθησιακών αυτών ταινιών προσέφεραν γερές δόσεις λαϊκού, ανδρικού, χοντροκομμένου χιούμορ δίνοντας έτσι και ένα άλλοθι στην ενοχική συνείδηση των ενδιαφερόμενων ώστε να πηγαίνουν στα videoclub και να νοικιάζουν με μυστικοπάθεια τις απαγορευμένες αυτές βιντεοκασέτες στα 80's.
Η Παρακμή
Σταδιακά επήλθε η παρακμή της βιντεοκασέτας στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και κατά συνέπεια και της ελληνικής βιομηχανίας πορνό. Οι ίδιοι οι κάποτε λάτρεις του είδους τις αποκήρυξαν και τις χλεύασαν ως κωμικές και αφελείς σε σχέση με τις ξένες, οι οποίες, φυσικά, εξελίσσονται συνεχώς και γι’ αυτό και τις προτιμούσαν. Όλη η εγχώρια βιομηχανία ερωτικών ταινιών άρχισε να φθίνει και μαζί της χάθηκαν στη λήθη του χρόνου πρωταγωνιστές, πρωταγωνίστριες, εξωτικά σκηνικά, παρατσούκλια, ιστορίες γύρω από όλο αυτό το μύθο που είχε χτιστεί. Και οι ερωτικές βιντεοκασέτες στην καλύτερη κατέληξαν σε κάποιο ντουλάπι της κρεβατοκάμαρας. Στη δεκαετία του ‘90 η κινητικότητα στο είδος ήταν περιορισμένη, με εξαίρεση κάποιες αποτυχημένες απόπειρες Κυπρίων παραγωγών και το «comeback» ενός Λάκη Λάλου (ψευδώνυμο του Λάκη Λαδόπουλου) που γύρισε δύο βιντεοταινίες σε πολυτελές ξενοδοχείο, φέρνοντας από τη Γαλλία τον πορνοστάρ Κριστόφ. Τα μεγαλεία του παρελθόντος με τις ιαχές «Άξιος! Άξιος!» εντός της κινηματογραφικής αίθουσας και τις αθρόες προσελεύσεις στα ερωτικά σινεμά δεν επαναλήφθηκαν. Το ελληνικό πορνό έσβησε, παίρνοντας μαζί του ιστορίες για πρόσωπα που έφυγαν μαζί με μια εποχή. Η εμφάνιση της συνδρομητικής τηλεοπτικής πλατφόρμας στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 έφερε την τσόντα στα σπίτια, τα περιφερειακά αττικά κανάλια πήραν επάξια τη (μεταμεσονύκτια) σκυτάλη και εν συνεχεία, το ίντερνετ ήρθε για να επαναπροσδιορίσει την έννοια του πορνό και να αποτελέσει την «ταφόπλακα» του είδους .
Η καλτ Λατρεία
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, στις αρχές τις νέας χιλιετίας, η ελληνική τσόντα του ‘80 άρχισε να λατρεύεται ως ελληνική καλτ παράδοση και να αντιμετωπίζεται σαν ένα μουσειακό είδος που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Αυτή η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κοινού ήταν η «δεύτερη ευκαιρία» που επιζητούσε ο εγχώριος ερωτικός κινηματογράφος, καθώς έτσι άρχισαν σταδιακά να γυρίζονται και πάλι ταινίες ελληνικής παραγωγής, να κυκλοφορούν βιβλία για την ιστορία του ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου, να επανεκδίδονται χαρακτηριστικές cult ταινίες των πρώτων χρόνων, οι πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ‘70 δίνουν συνεντεύξεις πια και τιμώνται σε ειδικές εκδηλώσεις, ενώ διοργανώνεται σε ετήσια βάση το Ελληνικό Φεστιβάλ Cult Ταινιών, στο οποίο οι «τσόντες», αν και δεν είναι το μοναδικό είδος που προβάλλεται, εντούτοις κατέχουν τη μερίδα του λέοντος.
Η Αναβίωση
Και εν μέσω αυτού του κλίματος, το δεύτερο κύμα του ελληνικού hardcore πορνό είναι γεγονός. Ιθύνων νους, ο Δημήτρης Σειρηνάκης. Ήταν ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για το γεγονός ότι οι παραγωγές άρχισαν να αποκτούν έναν πιο επαγγελματικό χαρακτήρα. Το post production της ταινίας “έφευγε” στο εξωτερικό ώστε να επιστρέψει στα χέρια του παραγωγού, προσαρμοσμένη στις επιταγές της σύγχρονης βιομηχανίας πορνό. Και έτσι φτάνουμε στο 2008 όπου δημιουργείται η πρώτη ελληνική, hardcore ταινία πορνό, μετά από πάρα πολλά χρόνια, με τίτλο «Η εκδίκηση της παρθένας στα μπουζούκια». Η εταιρεία παραγωγής που υπογράφει την ταινία είναι αυτή του Δημήτρη Σειρηνάκη υπό την ονομασία VDS/SIRINA. Οι πρωταγωνιστές αυτής έδωσαν μάλιστα και συνέντευξη σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας (εδώ κι εδώ), ενώ η ταινία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διαφημίστηκε μέσα από την τηλεόραση, ακόμα κι από ιστοσελίδα δημοτικού ραδιοφώνου. Ωστόσο, «Η εκδίκηση της παρθένας στα μπουζούκια» , που υποσχόταν την ανάσταση του αθάνατου κιτς του «παλιού καλού ελληνικού πορνό» δεν αποδείχθηκε αντάξια των προσδοκιών. Εκ των υστέρων, αποδείχθηκε, ότι οι «Ελληνίδες» που είχαν δώσει την συνέντευξη στην εφημερίδα (και η οποία διαβεβαίωνε για την ελληνικότητά τους), ούτε «παρθένες» ήταν στον χώρο, όπως ούτε και Ελληνίδες. Η μία ήταν επαγγελματίας πορνοστάρ από την Τσεχία και η άλλη ήταν από την Μολδαβία. Παρ' όλη την απαξίωση που έλαβε από τον «Λαό της Τσόντας» λόγω της παραπληροφόρησής του από τους παραγωγούς της, η ταινία παρουσιάστηκε στο Porn Festival του Βερολίνου. Η μεγάλη επιτυχία της Sirina, πάντως, ήταν το «Απαγορευμένο» της Τζούλιας Αλεξανδράτου, το 2010. H Τζούλια, όντας ένα κορίτσι των καλλιστείων, έχοντας επίσης στο βιογραφικό της ένα πέρασμα στη τηλεόραση και στο τραγούδι, με την αναπάντεχη συμμετοχή της στη συγκεκριμένη ταινία πορνό εκτόξευσε την δημοτικότητα της στα ύψη, έστρεψε τα σχεδόν όλα τα ΜΜΕ της Ελλάδας επάνω της και διαφήμισε με τον καλύτερο τρόπο την παραγωγή της Sirina. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες παραγωγές με ή χωρίς τη Τζούλια προσπαθώντας να επαναλάβουν την επιτυχία του «Απαγορευμένου». Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η επιστροφή του θρυλικού Κώστα Γκουσγκούνη στην ταινία «Ελληνίδες next porn models σε όργια – η επιστροφή του δασκάλου» το 2010 έχοντας το ρόλο του κριτή, καθώς και μία cameo εμφάνιση του Νάσου Σπύρη στην ίδια ταινία.